- σάργαλος
- σάργαλος, ὁ,A the place in a chariot where the whip was kept, Poll.7.116.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάργαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το σημείο τής άμαξας στο οποίο τοποθετούσαν το μαστίγιο … Dictionary of Greek